γαληνεύω

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Spanish (DGE)

calmar θάλασσαν Isid.Pel.Ep.M.78.301B.

Greek Monolingual

γαλήνη
1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω
2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον
3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω.