γαμιάς

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ο (Μ γαμέας) γαμέω
1. ο φιλήδονος, αυτός που ρέπει στις ερωτικές περιπέτειες, ή αυτός που είναι ή θεωρείται πολύ ικανός ή ακόρεστος στη σεξουαλική πράξη
2. ο εραστής.