γαϊδουρόκομπος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

ο
1. ο κόμπος του σκοινιού με το οποίο δένουν τον γάιδαρο
2. ναυτ. κόμπος που ενώνει δυο σκοινιά και είναι δύσκολο να λυθεί.