γδουπώ

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472

Greek Monolingual

(AM γδουπῶ, -έω)
ηχώ βαριά ή υπόκωφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δουπώ (< δούπος) με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ-, που οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (βλ. και λ. γδούπος)].