γεωμαχώ

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

γεωμαχῶ (-έω) (Μ)
καλλιεργώ τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μαχώ < -μαχος < μάχομαι «καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να καταφέρω κάτι, πασχίζω»].