γεύμεθα

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. prés. contr. de γεύω.

Greek Monotonic

γεύμεθα: ποιητ. αʹ πληθ. του γευόμεθα, Μέσ. παρακ. του γεύω.

Russian (Dvoretsky)

γεύμεθα: дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к γεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεύμεθα athem. indic. praes. med. 1 plur., zie γεύω.