γεώβιος

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

-ο φρ. «γεώβιοι οργανισμοί» — οργανισμοί οι οποίοι ζουν μέσα στο χώμα, σε μικρό βάθος από την επιφάνεια της γης.