γεώφωνο

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

το
ακουστική συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση θορύβων που προέρχονται μέσα από το έδαφος.