γητειά

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το γητεύω
1. μαγική επωδή, ξόρκι
2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια
3. θέλγητρο, γοητεία.