γιαταγάνι

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

το
σπαθί ή μαχαίρι τών Αράβων και τών Τούρκων, μακρύ, πλατύ, καμπύλο προς το μέρος της αιχμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yatağan].