γιατρειά
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
Greek Monolingual
η (AM ιατρεία, Μ και ἰατρειά) ιατρεύω -1. ίαση, θεραπεία
2. ανακούφιση
3. διόρθωση, επανόρθωση, αποκατάσταση(«δεν έχει γιατρειά» — δεν διορθώνεται).
[ΕΤΥΜΟΛ. αρχ. ιατρεύω > αρχ. ιατρεία > ιατρεία > γιατρειά].