γιατρικός

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ιατρικός, -ή, -όν) ιατρός
1. αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες
2. το ουδ. ως ουσ. γιατρικό, το (AM ιατρικόν)
φάρμακο, οτιδήποτε θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιατρός > ιατρικός > γιατρικός].