γκρινιάζω

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) γκρίνια
1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ
2. μουρμουρίζω
3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου
4. (για μωρά) κλαψουρίζω.