γλυκά

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

γλυκέα και γλυκιά) επίρρ.
1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»).
2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά
νεοελλ.
1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά
2. μαλακά, απαλά
3. γαλήνια, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα από τον πληθ. του ουδ. του αρχ. επιθ. γλυκύς. Ο τ. γλυκιά < γλυκέα, με συνίζηση].