γονατιά

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

η
1. το να φαρδαίνει το παντελόνι στο μέρος που αντιστοιχεί στο γόνατο
2. χτύπημα με το γόνατο
3. (για φυτά) καταβολάδα.