γονατιά

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

Greek Monolingual

η
1. το να φαρδαίνει το παντελόνι στο μέρος που αντιστοιχεί στο γόνατο
2. χτύπημα με το γόνατο
3. (για φυτά) καταβολάδα.