γουργούλα

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

η
κουπί που εξέχει από τη μεριά της πρύμνης και χρησιμοποιείται όπως η προπέλα για να προωθείται η βάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γουργούλι < γοργούλι < γοργός.