προπέλα

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τεχνολ. κοινή ονομασία της έλικας, οργάνου για την πρόωση πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. propeller (< λατ. propello «προωθώ» < pro- + petto «ωθώ»)].