γοφός

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

ο
ισχίο, μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γόμφος με αποβολή του -μ- προ του -φ-].