γούνα

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

η (Μ γούνα)
1. δέρμα ζώου κατεργασμένο χωρίς ν' αφαιρεθεί το τρίχωμα
2. πανωφόρι από γούνα ή με γούνινη επένδυση
νεοελλ.
φρ.
1. «είναι της γούνας μου μανίκι» — δεν έχει καμμία συγγένεια μαζί μου
2. «έχω ράμματα για τη γούνα σου» — έχω τη δύναμη και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < (μσν. λατ.) gunna (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, < (σλαβ.) guna].