γραϊκός
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
German (Pape)
[Seite 503] von einer alten Frau, Clem. Al. paed. 3, 4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio de una vieja ψιθυρισμοὶ γραϊκοί cuchicheos de viejas Clem.Al.Paed.3.4.28, μυθολογῶν ὕθλῳ γραϊκῷ Clem.Al.Prot.6.67.