δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
και γιαλόχαρτο, τοχαρτί με λεπτότατα θρύμματα γυαλιού στη μια επιφάνεια για λείανση διαφόρων επιφανειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + χαρτί. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. papier de verre)].