γυμνοκώλης

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο
1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος
2. ρακένδυτος, κουρελής
3. αυτός που δεν έχει περιουσία
4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα.