γυπώδης

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡπώδης Medium diacritics: γυπώδης Low diacritics: γυπώδης Capitals: ΓΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: gypṓdēs Transliteration B: gypōdēs Transliteration C: gypodis Beta Code: gupw/dhs

English (LSJ)

γυπῶδες, = γυποειδής, hooknosed, Arist.Phgn.808b7.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): γυποει- Porph.Fig.10
semejante al buitre, que tiene nariz de buitre o ganchuda Arist.Phgn.808b7
τὸ γ. subst. la forma de buitre αὐτῆς de una estatua, Porph.l.c.

German (Pape)

[ῡ], s. γυποειδής.

Russian (Dvoretsky)

γῡπώδης: похожий на коршуна Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γῡπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γῦπα, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 16.

Greek Monolingual

γυπώδης, -ες (Α)
1. αυτός που μοιάζει με γύπα
2. αυτός που έχει μύτη γαμψή σαν του γύπα.