γυρεοθήκη

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

η
θήκη της γύρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις, γύρεως + θήκη. Η λ. μαρτυρείται το 1892 από τον Κωνστ. Μητσόπουλο στο περιοδικό Προμηθεύς.