γυρώ

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek Monolingual

(Α γυρῶ, -όω)
νεοελλ.
πλαταίνω το ακέφαλο άκρο καρφιού με το σφυρί
αρχ.
1. κάνω κάτι στρογγυλό
2. περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρώ < γυρός ή < γύρος].