δαιδαλώδης
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
-ες δαίδαλος
1. δαιδαλοειδής, λαβυρινθώδης (κυρίως για οικοδομήματα)
2. περίπλοκος, σκοτεινός («συνθήκη δαιδαλώδης»).