Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
δαρήσιμος, -ον (Μ)άξιος δαρμού, αυτός που πρέπει να φάει ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < (παθ. αόρ.) εδάρην του δέρω + (κατάλ.) -σιμος].