δειγματοληψία

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

η δειγματολήπτης
1. η λήψη δειγμάτων ενός εμπορεύματος για δοκιμή ή καθορισμό της ποιότητάς ή της τιμής του
2. η επιλογή χαρακτηριστικών δειγμάτων ή παραδειγμάτων που καθιστά δυνατή την κρίση για το σύνολο
3. ναυτ. η λήψη δείγματος θαλάσσιου βυθού με τον δειγματολήπτη.