Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῦμαι)
Ι. δεινολογώ
νεοελλ.
περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο
II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῦμαι)
μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λογούμαι < λόγος.