δεινολογώ

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

(μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῦμαι)
Ι. δεινολογώ
νεοελλ.
περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο
II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῦμαι)
μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λογούμαι < λόγος.