δεισιδαιμόνως
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un sentiment religieux.
Étymologie: δεισιδαίμων.
Spanish
escrupulosamente, supersticiosamente
Greek Monolingual
δεισιδαιμόνως επίρρ. (Α) δεισιδαίμων
με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο.
Russian (Dvoretsky)
δεισῐδαιμόνως: богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.).