δενδρολογία

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
1. η σχετική με τα δένδρα πραγματεία
2. κλάδος της βοτανικής που μελετά τα δέντρα.