δεξιόχειρ

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

ο, η (αρσ. και ο δεξιόχειρας)
αυτός που κυρίως χειρίζεται το δεξί χέρι σε κάθε του ενέργεια (φαγητό, παιχνίδι, εργασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + χειρ «χέρι». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό σύγγραμμα Προμηθεύς.