δεξιόχειρ

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ο, η (αρσ. και ο δεξιόχειρας)
αυτός που κυρίως χειρίζεται το δεξί χέρι σε κάθε του ενέργεια (φαγητό, παιχνίδι, εργασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + χειρ «χέρι». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό σύγγραμμα Προμηθεύς.