δερμάτι

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monolingual

το (AM δερμάτιον)
νεοελλ.
1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ' άρματα βαλμένο 'να δερμάτι», Ερωτ.)
2. ασκός από δέρμα ζώου
αρχ.
1. μικρό και λεπτό δέρμα
2. κομμάτι από δέρμα.