δεσποτισμός

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ο
1. αυθαίρετος τρόπος, αυταρχική συμπεριφορά
2. η δεσποτεία, η κυριαρχία της θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρου
πρβλ. γαλλ. despotisme. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].