δευτερόγαμος

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Spanish (DGE)

-ον
que ha contraído segundas nupcias δευτερόγαμον δὲ οὐκ ἔξεστι δέχεσθαι ἐν αὐτῇ (ἐκκλησίᾳ) εἰς ἱερωσύνην Epiph.Const.Exp.Fid.21, cf. Ath.Scholast.Coll.1.1, Iust.Nou.137.1.

Greek Monolingual

ο, η (Μ δευτερόγαμος και δευτερογάμος, ο, η)
όποιος παντρεύεται δεύτερη φορά.

German (Pape)

zum zweitenmale heiratend, Sp.