δευτερότριτος

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Spanish (DGE)

-ον
gram. segundo en una serie de tres del demostrativo αὐτός frente a οὗτος (πρωτότριτος) y a ἐκεῖνος (τριτότριτος) An.Bachm.2.71.24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ δευτερότριτος, -ον)
νεοελλ.
όποιος είναι δεύτερης και τρίτης ποιότητας («δευτερότριτο αλεύρι»)
μσν.
(αντων.) όποιος είναι του τρίτου προσώπου σε σχέση προς το δεύτερο, όπως π.χ. η αντων. αυτός (η οποία δηλώνει το τρίτο πρόσωπο σε σχέση με το δεύτερο πρόσωπο).