δηλοποιός
From LSJ
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
revelador, que hace manifiesto ref. a Apolo por confusión c. el n. de Δῆλος Eust.679.50, τῶν ἀδήλων Rh.7.218.12.
Greek Monolingual
δηλοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάτι φανερό, ο δηλοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος + -ποιός < ποιώ].