δηλοποιώ
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
(AM δηλοποιῶ, -έω) δηλοποιός
1. δείχνω, φανερώνω
2. αναφέρω
3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι.