δημίως
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
adv. popularmente
δημιωστί επίρρ. (Α)
δημοσία, ενώπιον του δήμου ή με δαπάνες του δήμου.
δημιωστί: ἐπίρρ., δημοσίᾳ, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ἱερωστί, μεγαλωστί