διάθλαση

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η διαθλώ
η θλάση, η θραύση, το σπάσιμο σε δύο μέρη («διάθλαση ήχου, κυμάτων, οφθαλμού, φωτός», «διάθλαση αστρονομική, γεωδαιτική», «διπλή διάθλαση» κ.λπ.).