ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
η (AM διάρρηξις, -εως)μσν.- νεοελλ.1. θραύση σε ολόκληρη την έκταση2. παραβίαση κλειστού χώρου με σκοπό την κλοπή3. κλοπή4. ακύρωση (αρραβώνα, συμβολαίου κ.λπ.)5. διακοπήαρχ.διαρραγή, σπάσιμο.