Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαβατάρικος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

-η, -ο
1. περαστικός, προσωρινός, παροδικός, εφήμερος
2. αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σ' έναν τόπο
3. αυτός που κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα συνήθως περνά από έναν τόπο («διαβατάρικα πουλιά»).