διαβυνέομαι

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Spanish (DGE)

meter, clavar διὰ τῆς ἀριστερῆς χειρὸς ὀϊστούς Hdt.4.71.

Russian (Dvoretsky)

διαβῡνέομαι: продевать, тж. прокалывать себе: δ. ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς χερός Her. прокалывать себе левую руку стрелами.