διαγελώ

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

(AM διαγελῶ, -άω)
1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω
2. υπομειδιώ, χαμογελώ
(αρχ.-μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει
αρχ.
1. (για καιρό) είμαι αίθριος
2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος.