διαγνώσομαι Search Google

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

French (Bailly abrégé)

f. de διαγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

διαγνώσομαι: fut. к διαγιγνώσκω.