καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(AM διακινῶ, -έω)
1. κουνώ κάτι εδώ κι εκεί, διασείω
2. ξεκινώ
νεοελλ.
παραλαμβάνω, μεταφέρω και διανέμω
αρχ.
1. προκαλώ σύγχυση, διαταράσσω
2. ανακινώ
3. διερευνώ, ερευνώ προσεκτικά.