διακομπάζω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
boast one against the other, πολλὰ δὴ διεκόμπασας σὺ κἀγώ Ar. V. 1248 (Burges for -κομίσας).
Spanish (DGE)
alardear, presumir de πολλὰ δὲ διεκόμπασας σὺ κἀγώ Ar.V.1248.
Greek (Liddell-Scott)
διακομπάζω: μέλλ. -άσω, κομπάζω ἐναντίον ἑτέρου, ἀμοιβαίως μεγαλαυχῶ, πολλὰ δὴ διεκόμπασας σὺ κἀγώ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Burges ἀντὶ διεκόμισας (ὅπερ εἶνε ἐναντίον τοῦ μέτρου) ἐν Ἀριστοφ. Σφηξ. 1248.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κομπάζω tegen elkaar opscheppen.