διακρίβωση

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

η (AM διακρίβωσις, -εως)
διακριβώ
1. εξακρίβωση
2. εξακριβωμένη έρευνα.